- ευερκής
- εὐερκής, -ές (Α)1. ο περιφραγμένος καλά, με ασφαλή περίβολο («ὑπ᾿ αἰθούσῃ εὐερκέος αὐλῆς», Ομ. Ιλ.)2. ασφαλής («θύρες δ' εὐερκέες εἰσίν», Ομ. Οδ.)3. (για δίχτια) αυτός που περιβάλλει, που περικλείει, χωρίς δυνατότητα διαφυγής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + *-ερκής, τ. στον οποίο απαντά η λ. έρκος «φραγμός» ως β' συνθετικό (πρβλ. αμφ-ερκής, ομο-ερκής)].
Dictionary of Greek. 2013.